Μια μεγάλη ιστορία
Ο «μαύρος χρυσός» της Ελλάδας έχει πολύ μακρά ιστορία. Οι πρώτες αναφορές στη μαύρη σταφίδα, όπως την ξέρουμε σήμερα, εμφανίζονται το 1340 από τον Ιταλό έμπορο Pegolotti, ο οποίος κάνει λόγο για εξαγωγές κορινθιακής σταφίδας από τα λιμάνια της Κορίνθου και της Γλαρέτζας (Κυλλήνη). H καλλιέργειά της μεταφέρθηκε νωρίς από την Πελοπόννησο στα Ιόνια νησιά (αρχές του 16ου αιώνα), όπου το κλίμα ήταν ευνοϊκό για τη μεταφύτευση της αμπέλου.
Οι Ενετοί ευνόησαν την καλλιέργεια της uva passa (λατινική ονομασία για τη σταφίδα) στα Ιόνια νησιά, σε αντίθεση με την αδιαφορία των Οθωμανών για το προϊόν στην Πελοπόννησο, όπου στα προεπαναστατικά χρόνια η καλλιέργειά της κυμαινόταν σε χαμηλά επίπεδα.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, τα 2/3 της συνολικής παραγωγής σταφίδας προέρχονταν από τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά. Στα μέσα όμως του 19ου αιώνα η παραγωγή στην Πελοπόννησο έφτασε και ξεπέρασε την αντίστοιχη των Ιονίων νήσων.
Οι Ενετοί ευνόησαν την καλλιέργεια της uva passa (λατινική ονομασία για τη σταφίδα) στα Ιόνια νησιά, σε αντίθεση με την αδιαφορία των Οθωμανών για το προϊόν στην Πελοπόννησο, όπου στα προεπαναστατικά χρόνια η καλλιέργειά της κυμαινόταν σε χαμηλά επίπεδα.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, τα 2/3 της συνολικής παραγωγής σταφίδας προέρχονταν από τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά. Στα μέσα όμως του 19ου αιώνα η παραγωγή στην Πελοπόννησο έφτασε και ξεπέρασε την αντίστοιχη των Ιονίων νήσων.
Οι ποικιλίες της κορινθιακής σταφίδας, ανάλογα με την προέλευσή τους, διακρίνονταν στο εξωτερικό σε Gulf (Κορινθίας), Vostizza (Αιγιαλείας), Provincial (Πατρών, Ηλείας και Μεσσηνίας) και Zante (Ζακύνθου).
Υπήρξαν σημαντικά σημεία παραγωγής, επεξεργασίας και διακίνησης: Κιάτο, Ξυλόκαστρο, Βραχάτι (Κορινθία) · Αίγιο, Πάτρα, Δυτική Αχαΐα (Αχαΐα) · Πύργος, Αμαλιάδα, Ζαχάρω, Κρέστενα, Λεχαινά (Ηλεία) · Κυπαρισσία, Φιλιατρά, Γαργαλιάνοι, Πυλία, Μεσσήνη, Θουρία (Μεσσηνία) · Αργοστόλι, Ληξούρι (Κεφαλονιά) και Ζάκυνθος.
Τα κυριότερα λιμάνια από τα οποία έφευγε η σταφίδα για τους προορισμούς του εξωτερικού ήταν η Πάτρα, το Αίγιο, η Κόρινθος, το Κατάκολο, η Καλαμάτα και η Ζάκυνθος. Λιμάνια προορισμού ήταν το Λονδίνο και το Λίβερπουλ κυρίως, η Τεργέστη, η Μασσαλία, το Άμστερνταμ, το Αμβούργο, η Οδησσός και λίγο αργότερα η Αμερική και άλλα μέρη του κόσμου.
Η σταφίδα, ως το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα, συνέβαλε στη συμμετοχή της Ελλάδας στο διεθνές εμπόριο υποκινώντας την ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών και την ανάπτυξη χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Εκτός από τις περιόδους μεγάλης ακμής για τη σταφίδα, ιδιαίτερα μετά την διανομή των εθνικών γαιών (1871) και το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς που εισάγει από την Ελλάδα μεγάλες ποσότητες σταφίδας για χρήση στην οινοποίηση λόγω της καταστροφής των γαλλικών αμπελώνων από τη φυλλοξήρα, εμφανίστηκαν και περίοδοι σημαντικής ύφεσης, με αποκορύφωμα τη μεγάλη σταφιδική κρίση κατά την τριετία 1893-1895.
Το σταφιδικό ζήτημα, σε συνάρτηση με τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία της χώρας και τις αντίξοες διεθνείς συγκυρίες εκείνη την περίοδο, δεν είχε μόνο οικονομικές αλλά και κοινωνικές διαστάσεις. Έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, συλλαλητήρια των σταφιδοπαραγωγών, πιέσεις για λήψη προστατευτικών μέτρων οδήγησαν στην ψήφιση του «παρακρατήματος» (ποσοστό 15% σε είδος της εξαγόμενης σταφίδας θα παρακρατούνταν για χρήση στην οινοπνευματοποιία). Το μέτρο προκάλεσε αντιδράσεις, όμως βοήθησε σε μερική ανάκαμψη της αγοράς για δύο-τρία χρόνια.
Στο πλαίσιο των κρατικών παρεμβάσεων με στόχο την προστασία της σταφιδοπαραγωγής, ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα η Σταφιδική Τράπεζα, την οποία αντικατέστησε το 1905 η «Προνομιούχος Εταιρία προς προστασίαν της παραγωγής και της εμπορίας της σταφίδας», γνωστή ως «Ενιαία», με έδρα την Αθήνα. Το 1925 ιδρύθηκε ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (Α.Σ.Ο.) με σκοπό την εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση.
Εκτός από τις περιόδους μεγάλης ακμής για τη σταφίδα, ιδιαίτερα μετά την διανομή των εθνικών γαιών (1871) και το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς που εισάγει από την Ελλάδα μεγάλες ποσότητες σταφίδας για χρήση στην οινοποίηση λόγω της καταστροφής των γαλλικών αμπελώνων από τη φυλλοξήρα, εμφανίστηκαν και περίοδοι σημαντικής ύφεσης, με αποκορύφωμα τη μεγάλη σταφιδική κρίση κατά την τριετία 1893-1895.
Το σταφιδικό ζήτημα, σε συνάρτηση με τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία της χώρας και τις αντίξοες διεθνείς συγκυρίες εκείνη την περίοδο, δεν είχε μόνο οικονομικές αλλά και κοινωνικές διαστάσεις. Έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, συλλαλητήρια των σταφιδοπαραγωγών, πιέσεις για λήψη προστατευτικών μέτρων οδήγησαν στην ψήφιση του «παρακρατήματος» (ποσοστό 15% σε είδος της εξαγόμενης σταφίδας θα παρακρατούνταν για χρήση στην οινοπνευματοποιία). Το μέτρο προκάλεσε αντιδράσεις, όμως βοήθησε σε μερική ανάκαμψη της αγοράς για δύο-τρία χρόνια.
Στο πλαίσιο των κρατικών παρεμβάσεων με στόχο την προστασία της σταφιδοπαραγωγής, ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα η Σταφιδική Τράπεζα, την οποία αντικατέστησε το 1905 η «Προνομιούχος Εταιρία προς προστασίαν της παραγωγής και της εμπορίας της σταφίδας», γνωστή ως «Ενιαία», με έδρα την Αθήνα. Το 1925 ιδρύθηκε ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (Α.Σ.Ο.) με σκοπό την εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση.